- σαρκόσωμα
- το, Νβιολ. α) πολύ μεγάλο μιτοχόνδριο, πλούσιο σε αναπνευστικά ένζυμα, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα μυϊκά κύτταρα με συνεχή λειτουργία, όπως λ.χ. στην καρδιά, ή παρατεταμένη συστολή-χάλαση, όπως λ.χ. στα φτερά τών εντόμωνβ) άλλη ονομασία τού σαρκοπλασματικού δικτύου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcosome (< σάρξ, σαρκός + σώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.